απορριπιζω

απορριπιζω
    ἀπορριπίζω
    ἀπο-ρρῑπίζω
    сдувать, развеивать
    

(τέν ἀναθυμίασιν Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απορριπιζω" в других словарях:

  • απορριπίζω — ἀπορριπίζω (Α) (για άνεμο) απομακρύνω με το φύσημα …   Dictionary of Greek

  • ἀπορριπίζει — ἀπορριπίζω blow away pres ind mp 2nd sg ἀπορριπίζω blow away pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριπιζομένης — ἀπορριπίζω blow away pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριπιζομένου — ἀπορριπίζω blow away pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριπιζούσης — ἀπορριπίζω blow away pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρίπισον — ἀπορριπίζω blow away aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορριπιζομένας — ἀπορριπιζομένᾱς , ἀπορριπίζω blow away pres part mp fem acc pl ἀπορριπιζομένᾱς , ἀπορριπίζω blow away pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»